αγρογείτων

αγρογείτων
ἀγρογείτων (-ονος), ο (Α)
γείτονας στο ύπαιθρο, στην εξοχή, αυτός που έχει γειτονικό αγρό με κάποιον άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀγρογείτων — country neighbour masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρογειτόνων — ἀγρογείτων country neighbour masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρογείτονας — ἀγρογείτων country neighbour masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρογείτονες — ἀγρογείτων country neighbour masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρογείτονος — ἀγρογείτων country neighbour masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρογείτοσι — ἀγρογείτων country neighbour masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

  • γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”